- ἀστάχυας
- ἄσταχυςear of cornmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοχιά — Χαρακτηριστικό έκκριμα που αποβάλλεται από τη μητρική κοιλότητα κατά τη λοχεία. Τα λ. ελαττώνονται 15 ημέρες μετά τον τοκετό, αλλά δεν αποκλείεται να αυξηθούν και πάλι αργότερα. Γύρω στην 21η ημέρα γίνονται πάλι αιματηρά, για να σταματήσουν… … Dictionary of Greek
σηκάζω — Α [σηκός] (επικ. τ.) 1. οδηγώ και κλείνω μέσα σε μάντρα, μαντρώνω («ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», Ξεν.) 2. περιφράσσω («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ ἀλωάς», Ορφ.) … Dictionary of Greek